- πάθημα
- τὸ πάθος, ους / τὸ πάθημα, ατος 1. претерпеваемое; 2. переживание; (in malam partem) несчастье, горе; 3. ретор. пафос
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
πάθημα — that which befalls one neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάθημα — το (ΑΜ πάθημα) [πάσχω] 1. ό,τι υφίσταται, ό,τι παθαίνει κανείς, και ιδίως το δυσάρεστο ή λυπηρό περιστατικό («τὸ σὸν πάθημ ἐλέγχω πρῶτον», Σοφ.) 2. συν. στον πληθ. α) τα παθήματα γεγονότα τα οποία προκαλούν θλίψη ή συμφορές και γενικά τα λυπηρά… … Dictionary of Greek
πάθημα — το το κακό και δυσάρεστο που παθαίνει κανείς: Το πάθημα να σου γίνει μάθημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πάθημ' — πάθημα , πάθημα that which befalls one neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθημάτων — πάθημα that which befalls one neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθήμασι — πάθημα that which befalls one neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθήμασιν — πάθημα that which befalls one neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθήματα — πάθημα that which befalls one neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθήματε — πάθημα that which befalls one neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθήματι — πάθημα that which befalls one neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθήματος — πάθημα that which befalls one neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)